- αποκαταντώ
- (α) αμετ. доходить до..., скатываться к...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκαταντώ — (Μ ἀποκαταντῶ, άω) καταλήγω σε μια κατάσταση, καταλήγω στο τέλος, καταντώ … Dictionary of Greek